Οι φυλές των οικόσιτων ζώων που ζούνε σε κάθε περιοχή της γης, είναι τα «ζωντανά μνημεία» της, ένας θησαυρός, ιστορικός, πολιτισμικός, βιολογικός. Λόγω της μακρόχρονης προσαρμογής στην περιοχή τους, τα ζώα αυτά αναπτύσσουν ιδιότητες όπως: υγεία, ανθεκτικότητα, ποιοτική παραγωγικότητα. Μπορούν λοιπόν να αξιοποιηθούν στην παραγωγή μοναδικών τοπικών προϊόντων, στον οικοτουρισμό, αγροτοτουρισμό κλπ. Ώστε τα κράτη που θα καταφέρουν να διατηρήσουν τις αυτόχθονες φυλές των ζώων τους, θα βρεθούν σίγουρα κερδισμένα οικονομικά και πολιτισμικά. Ας τα γνωρίσουμε
1. Ελληνικός Ποιμενικός σκύλος
Η ιστορία του χάνεται στα βάθη των αιώνων, όπου αναφέρεται από αρχαίους συγγραφείς ένας περίφημος σκύλος που χαρακτηρίζεται «Ηπειρωτικός (από την Ήπειρο) Ποιμενικός». Ο Νίκανδρος μας πληροφορεί ότι «οι Ηπειρωτικοί σκύλοι είναι πολύ δυνατοί και μεγαλόσωμοι, φτιαγμένοι από το θεό της φωτιάς Ήφαιστο». Στην περιγραφή που κάνει ο Οππιανός μαθαίνουμε ότι «επιτίθεται στους ταύρους και στον αγριόχοιρο, ακόμα και στον λέοντα!» Ο Πλάτων μιλά για τη «μεγάλη εκτίμηση» που είχε ο Ποιμενικός της Ηπείρου ο οποίος ήταν φύλακας των κοπαδιών από τα ομηρικά χρόνια, ενώ ο Φειδίας, λέγεται ότι τον χρησιμοποίησε ως μοντέλο για να φτιάξει άγαλμα σκύλου. Ο σκύλος αυτός, διατρέχοντας την ιστορία χιλιάδων χρόνων, κατάφερε να φτάσει ως τις μέρες μας διατηρώντας σχεδόν ακέραια τα χαρακτηριστικά του, ενώ σήμερα κινδυνεύει με εξαφάνιση, για τους εξής λόγους: 1) Μείωση της κτηνοτροφίας. 2) Εξόντωση των άγριων ζώων και απαίτηση να πηγαίνουν τα ζώα μόνα τους για βοσκή, 3) Προτίμηση εισαγόμενων σκύλων. 4) Άγνοια, κυρίως του αστικού πληθυσμού, για τις μεγάλες ικανότητες φύλακα, που έχει ο Ελληνικός Ποιμενικός.
Τα χαρακτηριστικά του: Σκύλος ρωμαλέος και λιτοδίαιτος, ικανός να επιβιώνει σε δύσβατες περιοχές με αντίξοες συνθήκες και να αντιμετωπίζει τις επιθέσεις των αγριμιών. Ισχυρή προσωπικότητα, ανεξάρτητος, θαρραλέος, πιστός, εργατικός, με υψηλή αίσθηση καθήκοντος και προστασίας του χώρου του. Έντονα κυριαρχικός, ικανός να παίρνει πρωτοβουλίες. Συνήθως αποτραβηγμένος, ευαίσθητος στον έπαινο και στον ψόγο.
Εμφάνιση: Πυκνό και άφθονο τρίχωμα με διπλό μανδύα, μακρύτριχος ή μεσότριχος.
Ύψος ακρωμίου: αρσενικό 65-75 εκ. θηλυκό 60-70. Βάρος: αρσ. 40-55 κιλά. θηλ. 32-40.
Από τον K.O.E. έχουν αναγνωριστεί οι συγγενικές φυλές: Λευκός Ποιμενικός και Μολοσσός Ηπείρου.
Με τη διάσωσή του Ελληνικού Ποιμενικού ασχολούνται ο «Όμιλος Φίλων Ελληνικού Ποιμενικού» της Λάρισας (Τηλ: 2410 922181, e-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε. - www.ofep.gr ) και ο «Αρκτούρος» (Τηλ.: 2310 555920, e-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε. – www.arcturos.gr )
2. Αγελάδα Κατερίνης
Ελάχιστα άτομα βοοειδών που ανήκουν σε ελληνικές φυλές, έχουν απομείνει σήμερα. Αιτία κυρίως ο μύθος της μεγάλης παραγωγικότητας που προσφέρουν οι εισαγόμενες. Χωρίς να υπολογίζεται η καλή υγεία και η ανθεκτικότητα των ντόπιων φυλών, που οφείλεται κυρίως στην προσαρμογή τους στις συνθήκες του συγκεκριμένου χώρου. Χωρίς να υπολογίζονται οι μικρότερες ανάγκες τους σε φροντίδα, διατροφή, φάρμακα, ιδιότητες που οδηγούν στην καλύτερη ποιότητα και γεύση των παραγόμενων προϊόντων. Ακόμα και χωρίς να λογαριάζεται η ιστορική αξία των ζώων αυτών, που τα κάνει μοναδικά όχι μόνο για παραγωγή ποιοτικών προϊόντων (πολύ κατάλληλα και για βιολογικά), αλλά και για τουριστική χρήση.
Ένα καλό παράδειγμα η Αγελάδα Κατερίνης. Πρόκειται για αγελάδα αρκετά εύσωμη και παραγωγική, με υπέροχο γκρι-ασημί χρώμα. Ανήκει στη μία από τις δύο «στεπικές» ελληνικές φυλές βοοειδών. Η άλλη είναι η αγελάδα Συκιάς. Και οι δύο βρίσκονται σε μεγάλο κίνδυνο εξαφάνισης ενώ για τη Συκιάς κυκλοφορούσαν φήμες ότι είναι ήδη εξαφανισμένη. Κάτι που τελικά διαψεύστηκε, ύστερα από ερευνητικές προσπάθειες της οργάνωσης «Αμάλθεια – Δίκτυο διατήρησης και προστασίας για τα ελληνικά αγροτικά και οικόσιτα ζώα», με την υποστήριξη της αντίστοιχης ευρωπαϊκής «SAVE foundation».
Η διάσωση της φυλής. Η αγελάδα Κατερίνης διασώθηκε στη δεκαετία του 80 από τον Δημήτρη Δήμο, ο οποίος εκείνη την εποχή εργαζόταν ως πωλητής και μεταφορέας αγροτικών ζώων στα σφαγεία των Τρικάλων. Τελείως τυχαία, από κτηνίατρο της περιοχής, έμαθε ότι οι αγελάδες που πήγαιναν στα σφαγεία, ήταν και οι τελευταίες της φυλής Κατερίνης. Αυτό τον ώθησε σε αλλαγή επαγγέλματος, σε αγορά και διάσωση κάποιων ατόμων αυτής της φυλής για τη δημιουργία επισκέψιμης φάρμας με σπάνιες ελληνικές φυλές αγροτικών ζώων. Η φάρμα που δημιουργήθηκε στην Καλαμπάκα, υπάρχει ως σήμερα και φιλοξενεί τον μοναδικό πολυάριθμο (γύρω στα 200 άτομα), πυρήνα της φυλής Κατερίνης. Υπάρχουν πληροφορίες για έναν ακόμα πυρήνα με αγελάδες Κατερίνης, ο οποίος βρίσκεται σε γειτονική περιοχή. Εξαιρετική θεωρείται η συμβολή του εκτροφέα στη διάσωση της σπάνιας αυτής αγελάδας, με μοναδικό μειονέκτημα τον κίνδυνο εξαφάνισης της φυλής, αν δεν υπάρχουν και άλλοι πυρήνες Κατερίνης, από μια απρόβλεπτη αιτία, όπως π.χ. κάποια αρρώστια κλπ.
Η ιστορία της. Η αγελάδα Κατερίνης ανήκει, όπως είπαμε, στις πανάρχαιες «στεπικές» φυλές οι οποίες ζουν στον ελλαδικό χώρο εδώ και χιλιάδες χρόνια. Εντυπωσιακή είναι η ομοιότητά της με εικόνες βοοειδών που βρίσκουμε σε τοιχογραφίες της Κνωσού. Ιδιαίτερα ο λευκός κύκλος γύρω από το στόμα, σημάδι αρχέγονης φυλής, καθώς και τα κέρατα σε σχήμα λύρας, όπως εκείνα που βλέπουμε στην τοιχογραφία. Έτσι είναι ολοφάνερο πως εκτός από ποιοτική παραγωγικότητα, η αγελάδα Κατερίνης, λόγω της ιστορίας της, μπορεί να προσφέρει πολλά και στον αγροτουριστικό τομέα.
Ένα δείγμα της ιδιαίτερης ζωτικότητας και ευφυΐας που έχει αυτή, όπως και όλα τα ντόπια ζώα της κάθε περιοχής, το ζήσαμε όταν επισκεφτήκαμε τη φάρμα του Δ. Δήμου, όπου καθώς πλησίαζε το βράδυ, είδαμε αγελάδα να ξεφεύγει από το κοπάδι και να εξαφανίζεται σε δασώδη περιοχή. Όπως μάθαμε, πήγαινε να περάσει τη νύχτα με το μοσχαράκι που είχε γεννήσει σε άγνωστο σημείο και το κρατούσε κρυμμένο εκεί ώστε να μεγαλώσει με ασφάλεια, και να το φέρει ύστερα στη φάρμα!
Επιμέλεια-πληροφορίες
www.amaltheia.org.gr
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Τηλ.: 210 6540814 (Νίκος Κωστάρας)
3. Το Θεσσαλικό άλογο και ο θρύλος του
Γνωρίζουμε έξη φυλές ελληνικών αλόγων χωρίς να αποκλείεται η ύπαρξη περισσότερων, αφού για κανένα από τα ζώα μας δεν έχει γίνει ολοκληρωμένη έρευνα. Ανάμεσα σ’ αυτά, κυρίαρχη θέση κατέχει το Θεσσαλικό άλογο, ιδίως για τους μύθους και τους θρύλους που το περιβάλουν. Σύμφωνα με αυτούς, το Θεσσαλικό άλογο κατάγεται από τα πανάρχαια άλογα που αποτελούσαν το θρυλικό Θεσσαλικό Ιππικό, το οποίο είχε τη φήμη πως ήταν αήττητο. Έτσι δημιουργήθηκε ο μύθος των Κενταύρων, αφού όποιος έβλεπε τους άριστους Θεσσαλούς ιππείς, μισοκριμένους στη βλάστηση του κατάφυτου Θεσσαλικού κάμπου, είχε την αίσθηση πως έβλεπε εξωπραγματικά όντα να καλπάζουν μπροστά στα έκπληκτα μάτια του! Ακόμα ένας θρύλος λέει πως το περίφημο άλογο του Μεγαλέξανδρου, ο γνωστός Βουκεφάλας, ανήκε στη Θεσσαλική φυλή και είχε αγοραστεί από τον Φίλιππο, στο Λιμναίο της Θεσσαλίας. Αυτή ήταν και η ευκαιρία του να εξαπλωθεί όχι μόνο σε ολόκληρη την Ελλάδα αλλά, μέσω της εκστρατείας που ακολούθησε, σε όλο σχεδόν τον τότε γνωστό κόσμο. Το Θεσσαλικό άλογο είναι μάλλον μικρόσωμο, όπως και όλα σχεδόν τα ελληνικά άλογα, (ύψος 1.25 – 1.35), ευέλικτο, ανθεκτικό, προσαρμοστικό, κατάλληλο για να επιβιώνει σε δύσκολες συνθήκες. Το χρώμα του ποικίλει και μπορεί να είναι φαιό, καστανό, μαύρο, ξανθό.
Η ταχτική της «βελτίωσης»
Δυστυχώς, τα νεότερα χρόνια επικράτησε η αντίληψη πως ένα ζώο όσο μεγαλύτερο είναι, τόσο το καλύτερο. Αγνοήθηκαν οι εδαφοκλιματικές συνθήκες, και η προσαρμογή τους σε αυτές, αγνοήθηκε η εμπειρία, αγνοήθηκε η ιστορία. Η εκτός ελέγχου εισαγωγή ξένων ζώων, φυσικά και αλόγων, είχε σαν αποτέλεσμα να γίνουν διασταυρώσεις και να αλλοιωθεί το γενετικό υλικό των πανάρχαιων αυτοχθόνων ζώων, να δημιουργηθούν όντα φιλάσθενα και ανίκανα να ανταποκριθούν στις συνθήκες του τόπου. Τα παραδείγματα πολλά. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο το ελληνικό ιππικό το αποτελούσαν κυρίως άλογα εισαγόμενα από εύφορες και εδαφικά ομαλές χώρες όπως π.χ. η Ολλανδία. Όταν όμως άρχισε ο πόλεμος στα δύσβατα βουνά, σύμφωνα με μαρτυρίες πολεμιστών, τα μόνα που κατάφεραν να επιζήσουν, ήταν τα μικρά ντόπια άλογα που είχαν επιστρατευτεί από τα χωριά. Άλλο παράδειγμα η εποχή του μεσοπολέμου (34- 35), οπότε το Υπουργείο Γεωργίας, προκειμένου να βελτιωθεί, όπως νόμιζε το ελληνικό άλογο, ώστε να γίνει μεγαλύτερο και πιο αποδοτικό, προχώρησε σε εισαγωγές ξένων αλόγων και σε διασταυρώσεις με τα ντόπια. Αποτέλεσμα να προσβληθούν από θανατηφόρες αρρώστιες, όπως π.χ. η «δολίνη», και μεγάλοι πληθυσμοί αλόγων να αποδεκατιστούν
Σήμερα ο αριθμός των Θεσσαλικών είναι μικρός. Σε συνέντευξη που έδωσε στην ΕΤ3 (εκπομπή «Αληθινά Σενάρια», Άνοιξη 2011), ο Δημήτρης Δήμος (Πρόεδρος του «Συλλόγου Θεσσαλικού Αλόγου») ανέφερε ότι ο πληθυσμός τους ανέρχεται σε 450 δείγματα, δηλαδή σημειώνεται μικρή αύξηση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Θεσσαλικό άλογο, όπως και όλα τα υπόλοιπα, μέσα στα χρόνια που πέρασαν έχουν υποστεί επιμειξίες. Όμως γενετικό υλικό υπάρχει, οι γνώσεις είναι αρκετές, και αν υπάρχει και βούληση, μπορούν να επιστρέψουν στα αρχικά τους πρότυπα και να σωθούν από την εξαφάνιση. Εκτός από τη χρήση των ζώων αυτών για μεταφορές σε δύσβατες και προστατευόμενες περιοχές, ώστε να αποφεύγονται καταστροφές που μπορούν να δημιουργούν οι αυτοκίνητόδρομοι, τεράστια μπορεί να είναι η συμβολή τους στον αγροτοτουρισμό με τη δημιουργία μονάδων ιππασίας αλλά και με την προβολή της μοναδικής ιστορίας τους. Φτάνει κάποτε να σταματήσουμε να πετάμε στα σκουπίδια τους θησαυρούς.
4. Τα ελληνικά πουλερικά
Κότες, χήνες, πάπιες, γαλοπούλες…
Όσο περιφρονημένα κι αν είναι, κάπου βρίσκονται ακόμα τα τελευταία δείγματα παραδοσιακών πουλερικών, τα οποία, κι ας μην το ξέρουμε, αποτελούν κεφάλαιο για τον τόπο μας. Γιατί; Μα γιατί έχοντας ζήσει άπειρα χρόνια σ’ αυτή τη γη, έχουν προσαρμοστεί στις συνθήκες της, στη διατροφή και στο κλίμα, και όπως όλα τα αυτόχθονα, είναι ανθεκτικά στις αρρώστιες, ενώ παράγουν νόστιμα και καλής ποιότητας, κυρίως υγιεινά, προϊόντα.
Οι πρόγονοί μας που ζούσαν στα χωριά και δεν είχαν το χρόνο ν’ ασχοληθούν μαζί τους, άφηναν τα πουλερικά τους ελεύθερα να βόσκουν στην πλαγιά και ήξεραν πως εκείνα μπορούν να τα βγάλουν πέρα και πως θα πάνε να γεννήσουν τ’ αυγά τους στην ίδια πάντα φωλιά απ’ όπου πήγαιναν και τα μάζευαν. Όταν πάλι θα κλωσούσαν και θα έβγαζαν τα μικρά τους, θα τα μεγάλωναν μόνα τους, θα τα μάθαιναν να βρίσκουν τροφή χωρίς καμιά ανθρώπινη φροντίδα – άντε το πολύ να τους έδιναν λίγο ψωμί μουσκεμένο – θα τα προστάτευαν από τ’ αρπακτικά, σκεπάζοντάς τα με τις φτερούγες τους! Αυτή την ανεξαρτησία και την αυτάρκεια την έχουν διατηρήσει ως σήμερα τα λίγα ντόπια πουλερικά που απομένουν. Λίγα φυσικά, αφού από κάποια στιγμή άρχισε η εκτός ελέγχου εισαγωγή ξένων φυλών, η μαζική αναπαραγωγή τους (σε κλωσομηχανές), και η πώληση σε αγρότες που πια είχαν τελείως παραπλανηθεί από τη «μόδα» της αποθέωσης του μεγέθους, που έλεγε πως αφού τα νέα πουλερικά ήταν μεγαλύτερα θα είχες μεγαλύτερη αποδοτικότητα και μεγαλύτερο κέρδος! Φυσικά και δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Τα μεγάλα πουλερικά αποδείχτηκαν πολύ πιο ευπρόσβλητα από ασθένειες, ήθελαν πολλή φροντίδα και πολλή τροφή για μια αμφίβολης ποιότητας παραγωγικότητα.
Μιλώντας για ντόπια πουλερικά, φυσικά και δεν σημαίνει πως μόνο μια φυλή από το κάθε είδος κυριαρχούσε σε ολόκληρη την Ελλάδα. Το ακριβώς αντίθετο. Η Ελλάδα, λόγω των πολύ διαφορετικών εδαφικών και κλιματικών συνθηκών που επικρατούν από περιοχή σε περιοχή, είχε το προνόμιο να δημιουργηθούν πάρα πολλές φυλές πουλερικών, η κάθε μία καλή για τον τόπο της. Σήμερα ανάμεσα στα απομεινάρια που μπορέσαμε να βρούμε, σημειώνουμε μερικά κότες, όπως:
Κατσουλιέρα. Μικρούς πληθυσμούς της συναντάμε στην Αιτωλοακαρνανία, στην Αττική, στην Πελοπόννησο. Χαρακτηριστικό της μία «σκούφια» από μαλακά φτερά στο κεφάλι. Τα χρώματά της ποικίλουν. Είναι μέτρια σε μέγεθος, γεροδεμένη και σκληροτράχηλη. Έχει καλή παραγωγικότητα σε αυγά.
Φιλιανή κότα Λέσβου. Κατάγεται από τα Φίλια της Λέσβου ενώ στο νησί υπάρχουν και άλλες ποικιλίες από ντόπιες κότες. Είναι λεπτή, σε χρώμα μαύρο, λαιμό κόκκινο ή ασημί. Τα αυγά της είναι κοκκινωπά και έχει την ικανότητα να επωάζει όλο το χρόνο.
Νανόκοτα Θράκης. Είναι μικρόσωμη αλλά όχι νανάκι. Με αεροδυναμικό σχήμα, σηκωτή ουρά και λοφίο. Πολύ ανθεκτική σε όλες τις καιρικές συνθήκες.
Άλλες ποικιλίες κότας: η Πετρωτή, ο Γυφτοκόκορας (κατάγεται από τη Θεσσαλία), η Μπουφούνα, η κότα Καλαμάτας, η Παλαμά Καρδίτσας, η Χιλιανή, Νησιριώτικη (εξαφανισμένη), η Φωλιδωτή Χαλκιδικής (εξαφανισμένη). Πληροφορίες υπάρχουν και για άλλες τελείως ανεξερεύνητες φυλές κότας που πρέπει να υπάρχουν στην Αίγινα, στη Σύρο, στα Αντικύθηρα, στην Κρήτη, στη Μάνη, στην Ηλεία, στη Λοκρίδα, και ίσως αλλού.
Όμως εκτός από κότες, μάλλον υπάρχουν ντόπιες ποικιλίες από χήνες και πάπιες (έρευνα από κρατικούς φορείς δεν έχει γίνει ενώ η Μη Κυβερνητική «Αμάλθεια», προσπαθεί να μαζέψει πληροφορίες), αλλά και γαλοπούλες (αυτό μάλλον σίγουρο). Μάλιστα η ντόπια γαλοπούλα (είναι μικρότερη από αυτή που κυκλοφορεί τα τελευταία χρόνια στο εμπόριο), έχει ένα απίθανο χαρακτηριστικό: Μπορεί να τη δούμε στον… ουρανό αφού ξέρει να πετάει και να μετακινείται από τη μια γειτονιά σε άλλη. Τα παλιά χρόνια όταν «έφευγε η γαλοπούλα» οι ιδιοκτήτες πήγαιναν και την αναζητούσαν στο γείτονα.
Αυτό βέβαια δεν γινόταν συχνά γιατί τα πετάγματα έχουν εποχικό χαρακτήρα, κι ακόμα γιατί οι άνθρωποι προνοούσαν ώστε να της ψαλιδίζουν λίγο το φτερό για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο!
5. Αίγα της Κάσσου–το κατσικάκι μας!
Το γεγονός ότι η αίγα της Κάσσου είναι από τα πιο μικρά αιγοειδή που γνωρίζουμε, οπωσδήποτε η πιο μικρή της Ελλάδας αλλά και από τις μικρότερες της Ευρώπης, δε δείχνει να της βγήκε σε καλό! Αντί το μικρό της μέγεθος να προκαλέσει μελέτες των ειδικών που θα έφταναν σίγουρα ως την πολύ μακρινή καταγωγή και εγκατάσταση στο νησί της, όπως συνήθως γίνεται απαξιώθηκε και κατάντησε να είναι «του πεταμού». Οι αιτίες της απαξίωσης, γενικά της κτηνοτροφίας, βέβαια είναι πολλές. Όπως η αστικοποίηση, η στροφή σε άλλα επαγγέλματα κλπ. Όμως και το μέγεθος ενός ζώου, παίζει ρόλο καθοριστικό. Αυτό που συνήθως επικρατεί, είναι το βραχυπρόθεσμο κέρδος που οι κτηνοτρόφοι πιστεύουν ότι θα αντλήσουν από μεγαλύτερα ζώα, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα την ποιότητα των προϊόντων.
Φυσικά δεν μιλάμε για την Κάσσο αφού το φαινόμενο είναι πανελλαδικό αλλά και παγκόσμιο. Τα τελευταία χρόνια η ζωική παραγωγή παγκοσμίως ακολουθεί επικίνδυνους δρόμους. Η συνεχής μεγιστοποίηση του κέρδους μοιάζει να αφαιρεί κάθε λογική σκέψη και κάθε ηθική αναστολή από τις επιχειρήσεις του είδους. Τα ζώα χρησιμοποιούνται σαν μηχανήματα που όταν χαλάσουν «λαδώνονται» με κάθε είδους φαρμακευτική ουσία. Τα περισσότερα βρίσκονται στις βιομηχανικές μονάδες όπου εκεί η ζωή τους αποτελεί ένα διαρκή βιασμό της φύσης, κάτι που φυσικά έχει το κόστος του: Η δημιουργία άρρωστων και «τρελών» ζώων, έχει τις επιπτώσεις της στην υγεία του καταναλωτή, ο οποίος, εκτός από ακατάλληλα, έμαθε να καταναλώνει και αφύσικα υψηλές ποσότητες ζωικών προϊόντων, κάτι που κάνει κακό στην υγεία του και καλό σε κάποιες τσέπες. Μόνη ελπίδα η διατήρηση των ζώων ελεύθερης βόσκησης.
Κρατικές παρεμβάσεις
Ας γυρίσουμε όμως στο κατσικάκι μας και ας θυμηθούμε εποχές όπου ο κτηνοτρόφος νοιαζόταν κυρίως για την ποιότητα και τη νοστιμιά των προϊόντων του. Είναι προφανές ότι το συγκεκριμένο ζώο πρέπει να δημιουργήθηκε μέσα από διαδικασίες πάρα πολλών χρόνων, ότι η τροφή του προερχόταν από τη λίγη βλάστηση του νησιού, ότι ζούσε ελεύθερο και αυτό το έκανε ανθεκτικό, υγιές, λιτοδίαιτο και ποιοτικά παραγωγικό.
Το κατσικάκι της Κάσσου έχει ύψος που δεν ξεπερνάει τα 48-57 εκ. είναι ωραίο, πολύχρωμο και μακρύτριχο. Έχει χρησιμοποιηθεί κυρίως για παραγωγή γάλακτος (σαφώς μεγαλύτερης πυκνότητας), από το οποίο παράγονται εξαιρετικά προϊόντα όπως τυρί φέτα κλπ. Τις τελευταίες δεκαετίες τα κατσίκια είχαν κατά κάποιο τρόπο εγκαταλειφθεί από τους κτηνοτρόφους οι οποίοι τα άφησαν στα βουνά να ζουν σε ημιάγρια κατάσταση. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αυξηθεί υπέρμετρα ο πληθυσμός τους, ως τις 20.000, και να δημιουργηθεί πρόβλημα υπερβόσκησης. Αυτά ως το 2005. Τότε παρενέβη το κράτος το οποίο για να ελέγξει την υπερβόσκηση, επιδότησε τη θανάτωση των ζώων, και ο πληθυσμός τους πολύ γρήγορα μειώθηκε στις 2.000. Καμία μέριμνα για τη διάσωση της σπάνιας και χαρισματικής φυλής, καμία μέριμνα για να είναι η βόσκηση ελεγχόμενη όπως θα έπρεπε.
Και κάπως έτσι χάνονται οι θησαυροί της μη παραγωγικής χώρας μας η οποία στηρίζεται πλέον σχεδόν μόνο στις εισαγωγές με τις γνωστές συνέπειες….