Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου
Πάει κι αυτή η νύχτα. Ζόρικη, πολύ ζόρικη. Τι βροχή ήταν αυτή, αδερφέ μου! Μούσκεψε το χαρτόκουτο, λιώσανε οι μπουκαβάδες. Τα πλακάκια παγωμένα, ξύλιασα. Κι φύσαγε κι ερχόταν λοξά η άτιμη, πού να μας φυλάξει ο εξώστης από πάνω! Καλά που είχα και σένα, φιλαράκο, και με ζέσταινες κομμάτι. Αλλιώς θα με βρίσκανε κοκαλωμένο.
Θα μου πεις «Ε, και λοιπόν; Σε ποιον θα λείψεις εκτός από μένα;» Δίκιο έχεις. Κανείς δεν μου ’μεινε εξόν από σένα. Σε βρήκα, με βρήκες, δε θυμάμαι πια. Και τι σημασία έχει; Τακιμιάσαμε, σμίξαμε τις μοναξιές και τις δυστυχίες μας. Και σαν να τις αλαφρύναμε, δεν είναι; Τι κι αν μένει πιο συχνά άδειο το στομάχι μου για να φας κι εσύ μια μπουκιά. Μου φτάνει που βλέπω την αγάπη στα καστανά σου μάτια.
Βγαίνει ήλιος. Καλό αυτό. Να στεγνώσει το κοκαλάκι μας κι αυτά τα κουρέλια που έχω για ρούχα. Να βγουν και οι κυράδες για ψώνια, να μας δουν μπας και μας συμπονέσουν. Μπας και ρίξουν κανα φράγκο στο τενεκάκι. Θυμάσαι τι ωραία που ήταν η κονσέρβα; Κορν μπιφ έλεγε επάνω. Σχεδόν ολόκληρη! Ποιανού δεν άρεσε και την πέταξε, μου λες; Και ιί σημασία έχει; Την βρήκες δίπλα στον κάδο και μου την έφερες να την μοιραστούμε. Όπως τα μοιραζόμαστε όλα. Ταράτσα την κάναμε τότε, φιλαράκο!
Κατά πού λες να πάμε; Στην πλατεία έχει φασαρίες. Φωνάζουν, λέει, γιατί δεν έχουν δουλειά. Κάποτε είχα κι εγώ δουλειά. Μη με ρωτήσεις πότε και τι, δεν θυμάμαι. Είμαι κι από προχτές νηστικός, πού να δουλέψει το έρημο το μυαλό! Κάποτε φώναζα κι εγώ. Και τι σημασία έχει; Στο χαρτόκουτο κοιμάμαι - κοιμόμουνα! Γιατί το διέλυσε η βροχή. Πρέπει να βρω κανα άλλο.
Πάμε προς το δασάκι; Τι λες; Έλα, μίλα κι εσύ! Όλα εγώ πρέπει να τα σκέφτομαι; Λέω να πάμε κατά το δασάκι γιατί έχει ωραία σπίτια εκεί, μεγάλα. Κι ωραίους κάδους! Σε κάποιο είχαν γλέντι χτες βράδυ, δεν μπορούσα να δω με τη βροχή. Να δεις που θα μείνανε ένα σωρό φαγιά. Γιατί κάνουν τόσα πολλά αφού δεν θα τα φάνε; Δεν το καταλαβαίνω, καθόλου. Και τι σημασία έχει; Τα μισά θα είναι σε σακκούλες. Πάλι καλά να λέμε που τα φτιάχνουν μπόλικα. Αλλιώς τι θα τρώγαμε εμείς!
Έλα, ξεκίνα. Αρκετά τεντώθηκες. Μη με κοιτάς βαριεστημένα, πάμε. Περπάτα πλάι μου, είναι ήσυχα εδώ ακόμα. Δεν έχει αυτοκίνητα, μη φοβάσαι. Θα τα καταφέρεις μια χαρά κι ας είναι το ποδαράκι σου στραβά κολλημένο. Εμ, δεν μ’ άκουγες όταν σου ’λεγα να προσέχεις στο δρόμο, τρέχουν σα δαιμονισμένοι! Και πάλι καλά να λέμε. Κουτσαίνεις λιγάκι, και λοιπόν; Και τι σημασία έχει; Εγώ σ’ αγαπάω όπως είσαι!
Έλα, πάμε Σκύλε μου! Πάμε να κερδίσουμε τη μέρα που μας χαρίστηκε! Γιατί είναι το μόνο που έχει τελικά σημασία για μας! Είμαστε ζωντανοί! Και μαζί! Κι έχουμε ο ένας τον άλλον! Πάμε αδερφέ μου, γιε μου, φίλε μου! Καλημέρα κόσμε!