Ένας στους πέντε σκύλους που μελέτησε η Dr Valerie O’ Farrell (1986) ενώ διεξήγαγε έρευνα στο Edinburgh (Royal Dick) University Veterinary School είχε ένα πρόβλημα συμπεριφοράς σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Μια παρόμοια, αλλά εκτενέστερη, Αμερικανική έρευνα ανέβασε το νούμερο σε ένα στους τέσσερις σκύλους.
Μέσα σε ένα χρόνο εξετάστηκαν 773 σκυλιά – 79 από αυτά, δηλ. 10%, είχε προβλήματα φοβίας προς τους ανθρώπους ή το περιβάλλον εξαιτίας της έλλειψης κοινωνικοποίησης σε νεαρή ηλικία ή εξοικείωσης και ένα ακόμη 4,5% δεν μπορούσε να συνανα-στραφεί άλλα σκυλιά, ξανά εξαιτίας της έλλειψης κοινωνικοποίησης σε νεαρή ηλικία. Το πρόβλημα είναι εξαιρετικά μεγαλύτερο από ότι δηλώνουν αυτά τα νούμερα. Πολλά σκυλιά παρουσιάζουν μια αδυναμία χαρακτήρα ή ανικανότητα να αντεπεξέλθουν όταν αντιμετωπίζουν μια συγκεκριμένη κατάσταση, χωρίς η συμπεριφορά τους να γίνεται αρκετά προβληματική τόσο ώστε οι ιδιοκτήτες τους να ζητήσουν βοήθεια από κάποιον σύμβουλο σε θέματα συμπεριφοράς.
Η Κοινωνικοποίηση μπορεί να περιγραφεί ως η διαδικασία όπου ένα ζώο μαθαίνει πώς να αναγνωρίζει και να συναναστρέφεται είδη με τα οποία συμβιώνει. Στην άγρια φύση αυτό είναι πιθανό να περιορίζεται στα ζώα που ανήκουν στο ίδιο είδος ζώου, όμως, για τον οικιακό σκύλο περιλαμβάνει και άλλα είδη όπως ο άνθρωπος και οι γάτες. Με το να μάθει πώς να συναναστρέφεται αυτά, ο κοινωνικοποιημένος σκύλος αναπτύσσει ικανότητες επικοινωνίας οι οποίες του δίνουν τη δυνατότητα να αναγνωρίζει, μεταξύ άλλων πραγμάτων, αν απειλείται ή όχι και πώς να αναγνωρίζει και να αντιδρά στις προθέσεις των άλλων.